- κοφινος
- κόφινοςκόφῐνοςὅ1) корзина, короб Arph., Xen., NT.2) кофин (беотийская мера жидкостей и сыпучих тел, содержащая 3 χόες) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόφινος — basket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… … Dictionary of Greek
κοφίνοις — κόφινος basket masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοφίνου — κόφινος basket masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοφίνους — κόφινος basket masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοφίνων — κόφινος basket masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοφίνῳ — κόφινος basket masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόφινοι — κόφινος basket masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόφινον — κόφινος basket masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coffin — For people named Coffin, see Coffin (surname). A replica of the coffin used for Abraham Lincoln, on display at the Museum of Funeral Customs. A coffin is a funerary box used in the display and containment of dead people – either for burial or… … Wikipedia
кош — I I, род. п. коша 1) казачий лагерь, стоянка кочевников , 2) шалаш; пастушеский стан , терск. (РФВ 44, 96), др. русск. кошь стан, обоз (с 1498 г.; ср. Срезн. I, 1306), кошевой старшина, предводитель коша , укр. кош, кiш, род. п. коша (то же),… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера